δούμα

δούμα
Η πρώτη ρωσική αντιπροσωπευτική βουλή, που προέκυψε έπειτα από παραχώρηση του τσάρου Νικολάου Β’, μετά την επανάσταση του 1905. Η δ., που συνιστούσε την κάτω βουλή, λειτουργούσε παράλληλα με την άνω βουλή, που ονομαζόταν Αυτοκρατορικό Συμβούλιο. Τα 196 μέλη του συμβουλίου διορίζονταν κατά το ήμισυ από τον τσάρο και κατά το ήμισυ από την Ορθόδοξη Εκκλησία και προέρχονταν από τις τάξεις των ζέμστβο (συμβούλια κομητειών), των ευγενών, των πανεπιστημίων, της Ακαδημίας των Επιστημών και των βιομηχάνων και εμπόρων. Αντίθετα, τα μέλη της δ. εκλέγονταν με το σύστημα της έμμεσης εκλογής, το οποίο εισηγήθηκε ο πρωθυπουργός, κόμης Σεργκέι Βίτε, και τροποποίησε ο τσάρος. Οι εκλέκτορες χωρίζονταν σε έξι κουρίες, τις οποίες αποτελούσαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι χωρικοί, οι βιομήχανοι και οι έμποροι, τα μέλη της μεσαίας τάξης και οι εργάτες: η αναλογία που είχε οριστεί αντιστοιχούσε σε έναν εκλέκτορα για κάθε 800 γαιοκτήμονες, έναν για κάθε 3.000 χωρικούς και έναν για κάθε 9.000 εργάτες. Στη δ. είχε ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία, αλλά η εξουσία της περιοριζόταν αρκετά από τα προνόμια του τσάρου. Οι πρώτες δύο δ. διαλύθηκαν πολύ γρήγορα: δεν διατηρήθηκαν παρά για λίγους μήνες, η πρώτη από τον Μάιο έως τον Ιούλιο του 1906 και η δεύτερη από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1907. Τον Ιούνιο του 1907 εκδόθηκε νέος εκλογικός νόμος που περιόρισε την αντιπροσώπευση των εθνοτήτων που δεν ήταν ρωσικές, των χωρικών (ένας εκλέκτορας ανά 60.000) και των εργατών (ένας εκλέκτορας ανά 125.000), ενώ διεύρυνε την αντιπροσώπευση των γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων και εμπόρων. Η τρίτη δ. εξάντλησε ολόκληρη τη θητεία της, από το 1907 έως το 1912, και η τέταρτη όδευε προς το τέλος της, όταν ξέσπασε η Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917. Στο σύνολό τους, οι τέσσερις δ., εξαιτίας των όρων που καθόριζαν τον σχηματισμό τους, των περιορισμών που τέθηκαν από την αρχή στη δραστηριότητά τους καθώς και των έκτακτων περιστάσεων μέσα στις οποίες έδρασαν (Παγκόσμιος πόλεμος, Επανάσταση), απέδωσαν ελάχιστα στον μετασχηματισμό του απαρχαιωμένου καθεστώτος της Ρωσίας σε ένα πιο σύγχρονο, δυτικού τύπου.
* * *
η
η βουλή στην τσαρική Ρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρωσ.) duma].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ντούζε, Ελεονόρα — (Eleonora Duse, Βιτζεβάνο, Παβία 1858 – Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1924). Ιταλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, ακολούθησε τους γονείς της στις περιοδείες τους από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και όταν έγινε τεσσάρων ετών ανέβηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Измаил (в Библии) — Для этой статьи не заполнен шаблон карточка. Вы можете помочь проекту, добавив его. У этого термина существуют и другие значения, см. Измаил (значения) …   Википедия

  • Измаильтяне — Измаильтяне  народы, описанные в Библии, потомки Измаила, 12 сыновей которого сделались князьями народов или племён Измаильских. Современными представителями измаильтян считаются арабы. Содержание 1 12 сыновей Измаила, родоначальники племен… …   Википедия

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • αλκόβα — η τυπικός σκηνογραφικός διάκοσμος σε έργα τής ρομαντικής και τής ρεαλιστικής δραματουργίας στο βάθος τής σκηνής κατασκευάζεται καμάρα, όπου τοποθετείται μεγαλοπρεπές κρεβάτι (π.χ. Οθέλλος τού Σαίξπηρ, Κυρία με τις καμελίες, τού Α. Δουμά, υιού) …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • μαρς — I (Mademoiselle Mars, Παρίσι 1779 – 1847). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Αν Φρανσουά Ιπολίτ Μπουτέ (Anne Francoise Hippolyte Boutet). Προσελήφθη στην Κομεντί Φρανσέζ, στην οποία κατέλαβε προνομιούχα θέση ως πρωταγωνίστρια έως το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”